- καταδουλοῦνται
- καταδουλόωreduce to slaverypres ind mp 3rd plκαταδουλόωreduce to slaverypres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεγκαλώ — έω, Α [ἐγκαλῶ] κατηγορώ κάποιον επί πλέον, απευθύνω σε κάποιον επιπρόσθετες κατηγορίες («προσεγκαλούντων ὅτι τοὺς Ἕλληνας καταδουλοῡνται», Διόδ.) … Dictionary of Greek